[Seite 1098] ουν, mit vier Nasenlöchern, Lycophr. 1313, auch im fem. τετράπνη.
-ουν, Ατετράπνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. ἔκπνους].