[Seite 1099] poet. statt. τετράπους, Arat. Phaen. 214; ein Räthsel der Sphinx, Ath. X, 456 b.
τετράπος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τετράπους, οὐδ’ ὅγε τετράπος ἐστὶν Ἄρατ. 214.
-ον, Α(κρητ. τ.) βλ. τετράπους.