τετράπους

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπους Medium diacritics: τετράπους Low diacritics: τετράπους Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΥΣ
Transliteration A: tetrápous Transliteration B: tetrapous Transliteration C: tetrapous Beta Code: tetra/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, τετράπουν, τό, gen. ποδος, pl. ποδα,
A four-footed, Hdt.2.68, Pl.Ti.92a; λεία τ. a booty of cattle, Plb.4.75.7; τετράποδα ζῴδια, viz. Aries, Taurus, Leo, Sagittarius, Cat.Cod.Astr.1.166: cf. τετράποδος.
2 τετράπουν, τό, quadruped, beast, Pl.Phdr.250e, Arist.PA697b23, etc.: pl., Hdt.3.106, Ar.Nu.659, Th.2.50, Arist.HA490a29, etc.; πάντα τὰ τ. καὶ ἑρπετὰ τῆς γῆς Act.Ap.10.12.
II of things, δίφρος τ. Eup.58, POxy.646 (ii A.D.). cf. Epich.149.
2 of four feet in length or area, IG12.372.10, al., Pl.Men.83b; πάχος ποήσει τὸ στρῶμα τετράπουν IG22.1668.14.

German (Pape)

[Seite 1099] ὁ, ἡ, τετράπουν, τό, gen. ποδος, vierfüßig; Her. 4, 71; Eur. Hec. 1058; τετράπουν μῖμον ἔχων ἐπὶ θηρός, Rhes. 256; τετράπουν τὸ γένος αὐτῶν, Plat. Tim. 92 a, u. öfter; λεία, Pol. 1, 25, 7.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -άποδος
à quatre pieds, quadrupède.
Étymologie: τέσσαρες, πούς.

Russian (Dvoretsky)

τετράπους: 2, gen. ποδος (ᾰ)
1 четвероногий Her., Plat., Arst.: λεία τ. Polyb. угнанный скот;
2 четырехфутовый (γραμμή Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπους: [ᾰ], ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τέσσαρας πόδας, Λατ. quadrupes, Ἡρόδ. 2. 68, 4. 71, Πλάτ. Τίμ. 92Α˙ λεία τετράπους, λεία συγκειμένη ἐκ βοσκημάτων, Πολύβ. 4. 75, 7, (πρβλ. τετράποδος). 2) τετράπουν, τό, τετράποδον ζῷον, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε, Ἀριστ., κλπ.˙ πληθυντ., τετράποδα Ἡρόδ. 3. 106, Ἀριστοφάν. Νεφέλ. 649, Θουκ. 2. 50, συχν. παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δίφρος θετταλικὸς τετράπους Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 6. 2) ὁ ἔχων μῆκος τεσσάρων ποδῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 10, 13, Πλάτ. Μένων 85Β, C. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.

English (Strong)

from τέσσαρες and πούς; a quadruped: fourfooted beast.

English (Thayer)

τετράπουν, genitive τετράποδος (from τέτρα, which see, and πούς a foot), from Herodotus and Thucydides down, four-footed: neuter plural namely, beasts, Sept. for בְּהֵמָה.)

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τέτραπος και κρητ. τ. τετράπος, -ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος
2. αυτός που έχει μήκος ή έκταση τεσσάρων ποδών («ὧν ἕκαστον ἴσον τούτῳ ἐστὶ τῷ τετράποδι», Πλάτ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπουν
ζώο που έχει τέσσερα πόδια
2. (για πράγμ.) αυτός που έχει τέσσερα πόδια («δίφρος τετράπους», Εύπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δίπους].

Greek Monotonic

τετράπους: [ᾰ], ὁ, ἡ, τετράπουν, τό,
I. αυτός που έχει τέσσερα πόδια, Λατ. quadrupes, σε Ηρόδ.· τετράπουν, τό, τετράποδο ζώο, πληθ. τετράποδα, στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει μήκος τεσσάρων ποδών, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τετρά-˘πους,
I. four-footed, Lat. quadrupes, Hdt.:— τετράπουν, a quadruped, pl. τετράποδα Hdt., Ar., etc.
II. of things, four feet in length, Plat.

Chinese

原文音譯:tetr£pouj 帖特拉-鋪士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:四-腳
字義溯源:四足走獸,四足牲畜,四足的,走獸;由(τέσσαρες)*=四)與(πούς)*=足,腳)組成
出現次數:總共(3);徒(2);羅(1)
譯字彙編
1) 走獸(1) 羅1:23;
2) 四足牲畜(1) 徒11:6;
3) 四足的走獸(1) 徒10:12

English (Woodhouse)

four-footed, having four legs

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)