τετράσωμος

English (LSJ)

τετράσωμον, suitable for holding four bodies, οἶκος MAMA1.235 (Laodicea Combusta).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Μεταγεν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερα σώματα («τετράσωμος οἶκος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. τρίσωμος].