-φατο, v. τρέπω.
3ᵉ pl. ion. pf. Pass. de τρέφω.
τετράφαται: -φατο, ἴδε τρέπω.
τετράφᾰται: -το, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τρέφω.