τετράχορος

Greek Monolingual

ο, Ν
είδος χορού, κν. καντρίλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χορός. Η λ. είναι απόδοση του γαλλ. quadrille «καντρίλια» (< quadr- «τετρ(α)-») και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].