ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κανονικών εχινοειδών εχινοδέρμων που ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις του νεωκομίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracidaris < τετρ(α)- + κίδαρις (ΙΙ)].