τετρακίδαρις

Greek Monolingual

ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κανονικών εχινοειδών εχινοδέρμων που ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις του νεωκομίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracidaris < τετρ(α)- + κίδαρις (ΙΙ)].