τετρανδρία

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. περίπτωση άνθους το οποίο φέρει τέσσερεις ελεύθερους στήμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrandria < τετρ(α)- + -ανδρία (< ἀνήρ, ἀνδρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].