τετραοδία

English (LSJ)

ἡ, and τετραόδιον, τό, (ὁδός) a place where four roads meet, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, und τετραόδιον, τό, Vierweg, Kreuzweg von vier Wegen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετραοδία: ἡ, καὶ τετραόδιον, τό, (ὁδὸς) τόπος ἔνθα τέσσαρες ὁδοὶ συναντῶνται, σταυροδρόμιον, Λατιν. quadrivium, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τετράοδος
τετράοδος.