τετράοδος
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = τετραοδία, Orac. ap. Paus.8.9.4; cf. τρίοδος.
German (Pape)
[Seite 1098] ἡ, = Vorigem, Orac. bei Paus. 8, 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τετράοδος: ἡ, = τῷ προηγ., Χρησ. παρὰ Παυσ. 8. 9, 4, πρβλ. τρίοδος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το μέρος όπου συναντώνται τέσσερεις δρόμοι, το σταυροδρόμι
νεοελλ.
φρ. «τετράοδος λυχνία» — ηλεκτρονική λυχνία τεσσάρων ηλεκτροδίων, δηλαδή μιας καθόδου, δύο πλεγμάτων και μιας ανόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὁδός].