τετρασχιδής

English (LSJ)

τετρασχιδές, only in Adv. τετρασχιδῶς, = quadripertito, Dosith.p.412 K.

Greek Monolingual

-ές, Α
(μόνο στο επίρρ.) τετρασχιδῶς
τετραπλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυσχιδής].