τετρώροφος

English (LSJ)

τετρώροφον, of four stories, Hdt.1.180 (v.l. for τετρόροφος), Ph.2.143, App.Pun.95.

German (Pape)

[Seite 1100] von vier Stockwerken, Her. 1, 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre étages.
Étymologie: τέτταρες, ὄροφος.

Russian (Dvoretsky)

τετρώροφος: четырехэтажный (οἰκία Her.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρώροφος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, τετράστεγος, μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. τετραώροφος.

Greek Monotonic

τετρώροφος: -ον (ὀροφή), αυτός που αποτελείται από τέσσερις ορόφους, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τετρ-ώροφος, ον, ὀροφή
of four stories, Hdt.

English (Woodhouse)

with four storeys