τευκτός

English (LSJ)

τευκτή, τευκτόν, = τυκτός, Antiph. 52.2 (troch.), Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1101] adj. verb. von τεύχω, verfertigt, bes. gut, tüchtig gearbeitet.

Greek (Liddell-Scott)

τευκτός: -ή, -όν, = τυκτός, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, «τευκτόν· χειροποίητον, κατασκευαστὸν» Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεύχω
τυκτός.