τεφρώ

Greek Monolingual

-όω, Α τέφρα
1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα
2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ)
3. παθ. τεφροῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι από τέφρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσας
σποδώσας»
5. (κατά το λεξ. Σούδα) «τεφρώσας, ἐμπρήσας, αποδώσας καὶ παροιμία "μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ"».