τεχνόω

English (LSJ)

A instruct in an art, Gal.1.227, 6.480, 13.656, Elias in Porph. 139.16; make artistic, Eustr.in EN1.5.
2 Med. -ώσατο = -ήσατο, Nonn. D. 25.413 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1104] in der Kunst unterrichten, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνόω: μέλλ. -ώσω, διδάσκω τὴν τέχνην, τεχνοῦντες τοὺς ἐσπουδακότας διαγνωστικοὺς γενέσθαι τῶν πεπονθότων μορίων Γαλην. τ. 7, 3. 384.