τζαμικά

Greek Monolingual

τα, Ν
το σύνολο τών υαλοπινάκων κτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. -ικά, πληθ. ουδ. της κατάλ. -ικός (πρβλ. γυαλικά)].