τηγανισμός

English (LSJ)

ὁ, frying, Men.251 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1105] ὁ, das Braten im Tiegel, Menand. bei Poll. 10, 98, der das Wort tadelt.

Russian (Dvoretsky)

τηγᾰνισμός:жарение, поджаривание Men.

Greek (Liddell-Scott)

τηγᾰνισμός: ὁ, τὸ τηγανίζειν, τηγάνισμα, Μένανδρ. ἐν «Ἱπποκόμῳ» 3.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ τηγανίζω
το τηγάνισμα, η ενέργεια του τηγανίζω.