τηγάνισμα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το, ΝΜ τηγανίζω
η ενέργεια του τηγανίζω, το να τηγανίζει κανείς κάτι
μσν.
το αποτέλεσμα του τηγανίζω, το τηγανητό.