τληκαρδίως
Greek (Liddell-Scott)
τληκαρδίως: Ἐπίρρ., = τλησικαρδίως, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 148, ἴδε τλησικάρδιος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. με ισχυρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + καρδία, πιθ. μέσω αμάρτυρου τληκάρδιος].