τοΐ

Greek Monolingual

Α
(σε επιγρ.) άλλος τ. του ουδ. της δεικτ. αντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τοδί (βλ. λ. όδε)].

German (Pape)

für τοδί, Inscr. 11.