τοιχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τοῖχος, τί ὤνησας τὴν σαυτοῦ ψυχὴν τοῖς τοιχαρίοις τὸ σῶμα ἐγκεκρυφώς; Νείλου Ἐπιστ. 2, 96, σ. 164, 1.
τὸ, Μυποκορ. του τοίχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].