τοκήεσσα
English (LSJ)
ἡ, of a woman, having had children, Hp.Nat.Mul.3; fertile, Id.Steril. 226.
German (Pape)
[Seite 1125] ἡ, = τοκάς, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τοκήεσσα: ἡ, (τόκος) = τοκάς, χήρῃσιν, αἱ νέαι ἐοῦσαι καὶ τοκήεσσαι χηρεύουσι Ἱππ. 564. 9., 646· 12, ἢν γυναῖκα μὴ δυναμένην τεκεῖν τοκήεσσαν ἐθέλῃς ποιῆσαι 681. 39.
Greek Monolingual
ἡ, Α
τοκάς (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. τοκήεις < τόκος + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεσσα, θηλ. του τολμ-ήεις].