τοκάς
English (LSJ)
τοκάδος, ἡ, (τίκτω)
A of or for breeding, brood, σύες θήλειαι τοκάδες Od.14.16, cf. PSI4.379.21 (iii B. C.), PCair.Zen.152 (iii B. C.), Plb.12.4.8, etc.; φόρος χηνῶν τοκάδων PPetr.3p.286 (iii B. C.); ὀρνείθων τελείων τοκάδων POxy.1207.9 (ii A. D.); prolific, γυναῖκες Str.4.1.2; τοκάδα τὴν κεφαλὴν ἔχει, of Zeus, Luc.DDeor.9.1.
2 having just brought forth, Eub.149; τ. λέαινα with cubs, E.Med. 187 (anap.); τ. κύνες with pups, Call.Dian.89 (τ. as substantive, mothers, AP9.268 (Antip. Thess.)); of goats, Theoc.8.63: rarely of women, ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν E.Hec.1157; γενναίων τ' ἐκ τοκάδων born from noble mothers, Id.Cyc.42 (lyr.); τοκάδα τὰν.. Βάκχου his mother, Id.Hipp.560 (lyr.); τ. κόνις one's motherland, Lyc.316.
German (Pape)
[Seite 1125] άδος, ἡ, die Gebärende, die geboren hat od. zu gebären im Begriff ist; σύες θήλειαι τοκάδες, Saumütter zur Zucht, Gegensatz στεῖραι, Od. 14, 16; Pol. 12, 4, 8; τοκάδος δέργμα λεαίνης, Eur. Med. 187; ἐκ τοκάδων διδασκομένη, Antp. Th. 38 (IX, 268); übh. fruchtbar, Sp., wie Strab.; – γενναίων ἐκ τοκάδων = τοκέων, Eur. Cycl. 42.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
qui a enfanté, qui enfante ; subst. ἡ τοκάς mère ; en parl. d'animaux qui a mis bas, qui met bas.
Étymologie: τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
τοκάς: άδος (ᾰδ) adj. f τίκτω
1 беременная (σύες Hom.);
2 родившая, имеющая детенышей (λέαινα Eur.).
άδος ἡ родительница, мать Eur., Thuc., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τοκάς: -άδος, ἡ (τίκτω) ἡ γεννῶσα, ἡ τρεφομένη ὅπως γεννᾷ, σύες θήλειαι τοκάδες Ὀδ. Ξ. 16· κατὰ τὸν Σχολ. ἐν τόπῳ: «τοκάδες, ἐπίτοκοι», καὶ κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἔγκυοι: «τοκάδερ (Λακων.) ἔγκυοι»· πολυτόκος, τίκτουσα πολλὰ τέκνα, Στράβ. 178. 2) ἡ ἄρτι ἢ πρὸ ὀλίγου τεκοῦσα, Λατιν. feta, τοκὰς λέαινα, ἔχουσα σκύμνους, Εὐρ. Μήδ. 187· τ. κύνες, ἔχουσαι σκύλακας, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 89· - σπανίως ἐπὶ γυναικῶν, ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν Εὐρ. Ἑκάβ. 1157· γενναίων δ’ ἐκ τοκάδων, ἐξ εὐγενῶν μητέρων γεννηθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 42· τοκάδα τάν... Βάκχου, τὴν μητέρα τοῦ Β., ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 559, πρβλ. Θεόκρ. 8. 63· ἐκ τοκάδων, ἐκ τῆς μήτρας, Ἀνθ. Π. 9. 268· - τοκάδα τὴν κεφαλὴν ἔχειν, ἐπὶ τοῦ Διὸς κυοφοροῦντος ἐν τῇ κεφαλῇ τὴν Ἀθηνᾶν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1· τοκ. κόνις, ἡ πατρίς τινος, Λυκόφρων 316.
English (Autenrieth)
άδος (τίκτω): σύες, having just littered, Od. 14.16†.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α
(συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.)
1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη
2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.)
3. γόνιμη, καρπερή
4. μητέρα («τοκάδα τὰν... Βάκχου», Ευρ.)
5. φρ. «τοκὰς κόνις» — πατρική γη, πατρίδα (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στολάς)].
(II)
και τουκάς, ο, και τόκα, η, Ν
μεταλλική πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. toka].
Greek Monotonic
τοκάς: -άδος, ἡ (τίκτω)·
1. αυτή που γεννάει, που αναφέρεται στην ανατροφή, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει, Λατ. feta, τοκὰς λέαινα, λιονταρίνα με νεογνά, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για γυναίκες, στον ίδ.· τοκάδα τὴν κεφαλὴν ἔχειν, λέγεται για τον Δία που κυοφορούσε στο κεφάλι την Αθηνά, σε Λουκ.
Middle Liddell
τοκάς, άδος, τίκτω
1. of or for breeding, Od.
2. having just brought forth, Lat. feta, τ. λέαινα a lioness with cubs, Eur.; also of women, Eur.:— τοκάδα τὴν κεφαλὴν ἔχειν, of Zeus in labour of Athena, Luc.