τονθρύς
English (LSJ)
v. τονθορύζω, in fine.
German (Pape)
[Seite 1127] ἡ, das undeutliche Reden, Murmeln, Hesych.
Greek Monolingual
-ύος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) τονθορισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ρ. τονθρύζω, άλλου τ. του τονθορύζω «μουρμουρίζω»].