τοξάρχης

English (LSJ)

v. τόξαρχος II (captain of the archers).

German (Pape)

[Seite 1128] ὁ, v.l. für das Folgde.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τόξαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -άρχης].