τοπήιον

Greek (Liddell-Scott)

τοπήιον: τό, Ἰων. ἀντὶ τοπεῖον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 315. ΙΙ. φραγμὸς κήπου ἢ πρασιᾶς ἐκ θάμνων ἐπιμελῶς κλαδευομένων καὶ σχηματιζόντων συμπλέγματα καὶ σχήματα διάφορα, τὸ παρὰ Πλινίῳ opus toparium.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ιων. τ. βλ. τοπείο.