τοπείο

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
(δ. γρφ.) βλ. τοπίο.
(II)
το / τοπεῖον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α
νεοελλ.
ναυτ. τα ξάρτια πλοίου
αρχ.
σχοινί, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].