τοσαυταπλασίων

German (Pape)

[Seite 1130] ονος, = Vorigem, Sp.

Greek Monolingual

-άσιον, Α
τόσες φορές περισσότερος.
επίρρ...
τοσαυταπλασιόνως Α
τόσες φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαυταπλάσιος + επίθημα -ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. πολλα-πλασ-ίων)].