Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ο, θηλ. τουρκομερίτισσα, ΝΈλληνας καταγόμενος από περιοχές τουρκοκρατούμενες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + μέρος + κατάλ. -ίτης].