τουρλού

Greek Monolingual

το, Ν
1. φαγητό του φούρνου με πολλά λαχανικά, κυρίως καλοκαιρινά
2. φρ. «τουρλού-τουρλού» — ανάκατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. turlu].