τοὔνομα
French (Bailly abrégé)
crase p. τὸ ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
τοὔνομα: in crasi = τὸ ὄνομα.
Greek (Liddell-Scott)
τοὔνομα: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὄνομα, οὕς κεν ἐῢ γνοίην καὶ τοὔνομα μυθησαίμην Ἰλ. Ρ. 235 (Spitzn. καί τ’ οὔνομα).
English (Autenrieth)
τὸ ὄνομα.
English (Strong)
contraction for the neuter of ὁ and ὄνομα; the name (is): named.
English (Thayer)
(by crasis for τό ὄνομα (Buttmann, 10; WH s Appendix, p. 145)), (from Homer, Iliad 3,235 down), the name; the accusative absolute (Buttmann, § 131,12; Winer's Grammar, 230 (216) cf. ὄνομα, 1) by name: Matthew 27:57.
Greek Monotonic
Chinese
原文音譯:toÜnoma 土-挪馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-那-名
字義溯源:名字,名叫,有名的;由(ὁ)*=這)與(ὄνομα)=名字)組成,而 (ὄνομα)出自(γινώσκω)*=知道)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 名叫(1) 太27:57