τρέλα
Greek Monolingual
και παλ. τ. τρέλλα, η, Ν
1. φρενοβλάθεια, παραφροσύνη
2. ιδιοτροπία, λόξα («έχει τρέλα με την καθαριότητα»)
3. κάθε απερίσκεπτη και παράτολμη ενέργεια («ήταν τρέλα να βγει έξω με τέτοιον καιρό»)
4. πρόσωπο ή πράγμα πολύ ωραίο που προκαλεί θαυμασμό («αυτό το φόρεμα είναι τρέλα»)
5. στον πληθ. οι τρέλες
α) παραλογισμοί, επιπόλαιες πράξεις («νεανικές τρέλες»)
β) (σχετικά με παιδιά) αταξίες, θορυβώδη παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά ή από το ρ. τρελαίνω (πρβλ. μωραίνω: μώρα) ή από το ουσ. τρελός].