τρίπεζα: ἡ, = τράπεζα, «τρίπεζαν· τὴν τράπεζαν. Βοιωτοὶ» Ἡσύχ.
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «τράπεζα, Βοιωτοί».[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα με παρετυμολ. επίδραση του τρι-].