τρίπεζα

Greek (Liddell-Scott)

τρίπεζα: ἡ, = τράπεζα, «τρίπεζαν· τὴν τράπεζαν. Βοιωτοὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τράπεζα, Βοιωτοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα με παρετυμολ. επίδραση του τρι-].