τρίσοφον, thrice, i.e. very, wise, Tz.H.5.177.
τρίσοφος: -ον, ὁ τρὶς σοφός, δηλ. ὁ πάνυ σοφός, σοφώτατος, Πλάτων Τζέτζ. Ἱστ. 5, 177.
-ον, Μσοφότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι- + σοφός.