τρίχιον

English (LSJ)

τό, Dim. of θρίξ, Arist.Pr.963b10, Plu. 2.727a (s. v.l.), M.Ant.6.13.

German (Pape)

[Seite 1150] τό, dim. von θρίξ, das Härchen; Arist. probl. 33, 18; Plut.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

τρίχιον: (ρῐ) τό волосок Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρίξ, Ἀριστ. Προβλ. 33. 18, Πλούτ. 2. 727Α· φέρεται καὶ τριχίον παροξυτόνως.

Greek Monolingual

και τριχίον, τὸ, Α θρίξ, τριχός]
υποκορ. μικρή τρίχα.