τραβέρσο

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. η θέση του πλοίου σε καιρό τρικυμίας με την πλώρη προς τον άνεμο, αλλ. αντιμονή («πλεύση τραβέρσο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traverso «λοξά, πλαγίως, από το πλάι»].