τραγίαμβος
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, tragic iambus. Suid. s.v. Ἀπολλόδωρος.
German (Pape)
[Seite 1133] ὁ, der tragische Jambus, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγίαμβος: ὁ, ὁ τραγικὸς ἴαμβος, ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλόδωρος Ἀσκληπιάδου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο τραγικός ίαμβος («ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἴαμβος.