τραπέσθαι

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 Moy. de τρέπω.

Greek Monotonic

τρᾰπέσθαι: απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπέσθαι: inf. aor. 2 med. к τρέπω.