τραφαλίς

Greek Monolingual

και τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
τροφαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τροφαλίς κατ' επίδραση τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ- του ρ. τρέφω.

German (Pape)

od. τραφαλλίς, ἡ, auch τραφαλός, ὁ, s. τροφαλίς.