τρελούτσικος

Greek Monolingual

και παλ. τ. τρελλούτσικος, -η, -ο, Ν
(κυριολ. και μτφ.) ο λίγο τρελός, παλαβούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. ασχημούτσικος)].