τρημάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of τρῆμα 1.1, Hero Spir.1.18, al., Sever. ap. Aët7.87.

Greek (Liddell-Scott)

τρημάτιον: τό, ὑποκορ. τρῆμα, Ἥρων ἐν Βελοπ. σ. 124C, κτλ., Ψελλ. Ἐγκώμ. τῆς φθειρὸς σ. 87, 7, Boiss., Σουΐδ. ἐν λέξ. τερθρείας, κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ τρῆμα, -ατος]
υποκορ. του τρήμα.

German (Pape)

τό, dim. von τρῆμα, Vetera Lexica.