τριακοντάφυλλος

English (LSJ)

ὁ, one who has never read more than thirty pages, Tz.H.3.218.

Greek Monolingual

-ον, Μ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάφυλλον
το τριαντάφυλλοῥόδον, τὸ κοινῶς τριακοντάφυλλον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -φυλλος (< φύλλον)].