φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
το / τριαντάφυλλον, ΝΜτο ρόδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + φύλλο, κατ' απόσπαση από τη φρ. «τριαντάφυλλο ρόδο»].