τριακοντοῦτις

English (LSJ)

v. τριακονταέτης.

French (Bailly abrégé)

ιδος
fém. de τριακοντούτης.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκοντοῦτις: ιδος adj. f Thuc., Arph., Isae. = τριακονταέτις.

German (Pape)

[ᾱκ], ιδος, ἡ, fem. zu τριακοντούτης; αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί, der dreißigjährige Waffenstillstand, Thuc. 1.87, wie Ar. Ach. 193, Eq. 1385; Isae. 6.19; vgl. Lobeck Phryn. 408.