τριακοντούτης
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
τρῐᾱκοντ-οῦτις, v. τριακονταέτης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες ; gén. εος;
qui dure trente ans.
Étymologie: τριάκοντα, ἔτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακοντούτης -ες, gen. -ου, f. τριακοντοῦτις, zie τριακονταέτης.
German (Pape)
1 [ᾱκ], ες, dreißigjährig; αἱ τριακοντούτεις σπονδαί, Thuc. 1.23, 115, 2.2. Vgl. τριακονταέτης und τριακοντοῦτις.
2 [ᾱκ], ὁ, = τριακονταέτης, Plat. Rep. VII.539a; Poll. 1.56.
Russian (Dvoretsky)
τριᾱκοντούτης: Thuc. = τριακονταετής.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντούτης: -οῦτις, ἴδε τριακονταετής.
Greek Monolingual
-ες / τριακοντούτης, -οῦτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α
ο τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + -ετης (< ἔτος), με συναίρεση του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -ε- του β' συνθετικού (πρβλ. πεντηκοντούτης)].
Greek Monotonic
τριᾱκοντούτης: -οῦτις, βλ. τριακοντα-ετής.