τριαντάρης

Greek Monolingual

ο, θηλ. τριαντάρα, Ν
1. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών
2. το θηλ. η τριαντάρα
μηχανή δύναμης τριάντα ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσάρης)].