ῆνος, ὁ, tripod, Hdn.Gr.1.16, 2.718.
τρῐβήν: ῆνος, ὁ, «ὁ τρίπους», Ἀρκάδ. σ. 9, 12, πρβλ. τιβήν, ὅρα καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. τιβήν.
-ῆνος, ὁ, Ατρίποδο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρι- + -βην (< θ. βη-/βᾱ- του βαίνω)].