τριγόλας
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
τριγόλας: ὁ, εἶδος ἰχθύος, (πρβλ. τρίγλη), «Σώφρων δ’ ἐν τοῖς ἀνδρείοις τριγόλας τινὰς ἐν τούτοις ὀνομάζει, ‘τριγόλᾳ ὀμφαλοτόμῳ’, καί, ‘τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον’» Ἀθήν. 324Ε.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τρίγ-λη κατά τα ον. σε -όλᾱς / -όλης (πρβλ. μαινόλης)].