τριξός

English (LSJ)

τριξή, τριξόν, Ion. for τρισσός, Hdt.1.171, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. τρισσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.

German (Pape)

ion. statt τρισσός, Her.; vgl. διξός und Koen Greg. p. 435.

Russian (Dvoretsky)

τριξός: ион. = τρισσός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. τρισσός.

Greek Monotonic

τριξός: -ή, -όν, Ιων. αντί τρισσός.

Greek (Liddell-Scott)

τριξός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τρισσός, εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ δισσός. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.

Middle Liddell

τριξός, ή, όν [ionic for τρισσός.]