τριοξείδιο
Greek Monolingual
το, Ν
χημ.
χημική ένωση, οξείδιο του οποίου το μόριο περιέχει τρία άτομα οξυγόνου, στο μόριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγ. trioxide < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + oxide (βλ. λ. οξείδιο). Η λ., στον λόγιο τ. τριοξείδιον, μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλέμ. Κομνηνό].